- πολύζυγος
- -η, -ο / πολύζυγος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο(γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο χρησιμοποιείται για ασκήσεις τών κοιλιακών μυών και για υπερεκτάσειςαρχ.(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών («καὶ γὰρ τίς θ' ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ σὺν νηϊ πολυζύγῳ», Ομ.ίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. υψί-ζυγος)].
Dictionary of Greek. 2013.