πολύζυγος

πολύζυγος
-η, -ο / πολύζυγος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο
(γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο χρησιμοποιείται για ασκήσεις τών κοιλιακών μυών και για υπερεκτάσεις
αρχ.
(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών («καὶ γὰρ τίς θ' ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ σὺν νηϊ πολυζύγῳ», Ομ.ίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. υψί-ζυγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύζυγος — many benched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύζυγον — πολύζυγος many benched masc/fem acc sg πολύζυγος many benched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζύγοις — πολύζυγος many benched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζύγῳ — πολύζυγος many benched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκάθεδρος — ὁ, Α ο πολύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καθέδρα «κάθισμα» (πρβλ. ορθο κάθεδρος)] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԽԱՂԱՂ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Early classical ա. որ եւ ԲԱԶՄԱԽԱՌՆ. Բազմօք ընդ միմեանս խաղաղեալ կամ խաղացեալ, այսինքն աղխաղխեալ, խառնեալ, զօդեալ. իբր յն. πολύζυγος եւ այլն. եւ կամ Հալեալ ʼի միասին եւ ձուլեալ. խառնակ ʼի զանազան իրաց. *Որք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πολυζύγωι — πολυζύγῳ , πολύζυγος many benched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”